Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

 
                              
Όλοι εμείς , οι σιωπηλοί ακροβάτες μιας υπόσχεσης μάταιης .
Όλοι εμείς που παραπλανήσαμε τους ανέμους ,
που ξελογιάσαμε τις ελπίδες .
Όλοι εμείς που ερωτευθήκαμε ό,τι μας αφάνιζε.
Όλοι εμείς οι αφρούρητοι που δεν είχαμε ποτέ ένα
άλλοθι για τα λάθη μας .
Όλοι εμείς οι αντιρρησίες της παρηγοριάς .
Όλοι εμείς , είμαστε μπάσταρδα του θεού .
Ακόμα κι αν φοβήθηκε να μας αναγνωρίσει ,
ένα είναι το σίγουρο.

Μας έχει αδυναμία . Να το ξέρετε ...!!!
                                        
Έλα.. μου έγνεψε χαμογελώντας... κάνε γρήγορα...
Τα όμορφα πράγματα στη ζωή κρατούν όσο η βροχή μέσα στα δαχτυλά μου..
Αν αρνηθείς, είναι βρισιά.. Δεν χρειάζεται σκέψη...
Δεν σου ταιριάζουν οι δισταγμοί.. Ξέρω τι ψάχνεις...Ξέρω που πας...
Ψηλάφησα τα ίχνη από τα βήματα σου μια νύχτα που είχε ολόγιομο φεγγάρι...
Έχω κρυμμένη στα στήθια μου την έκρηξη που θα διαλύσει τα κύτταρα σου
και θα σε σκορπίσει στον ουρανό...
Κοίταξε με!
Είμαι ένα κόκκινο πλατανόφυλλο σ' ένα ποτάμι ορμητικό...
Αν κυνηγάς τα όνειρα, πέσε μέσα να με πιάσεις.
Αν δεν το κάμεις, αν φοβηθείς, δεν είσαι για μένα..
Φύγε... Δε σε συνάντησα ποτέ...

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

...να φεύγουν τα περιττά λέω να μπω στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα."

"Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ' αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ' ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει...
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω. Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα."

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011


ΕΙΝΑΙ ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ· ο ένας με μαχαίρι, ο άλλος άοπλος.
Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλο: “Θα σε σκοτώσω”.
“Μα γιατί”, ρωτά ο άοπλος, “τι σου΄χω κάνει; Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω, ούτε με ξέρεις”.
“Γι΄αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω. Αν γνωριζόμασταν μπορεί να σ΄αγαπούσα”, λέει αυτός με το μαχαίρι.
“ Ή και να με μισούσες”, λέει ο άοπλος, “να με μισούσες τόσο που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες. Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να γνωριστούμε”.
“Κι αν σ΄αγαπήσω”, επιμένει ο οπλισμένος, “αν σ΄αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;”
“Ω μη φοβάσαι”, λέει ο άοπλος, “σκοτώνει ακόμη κι η αγάπη. Και τότε είναι πιό μεγάλη η απόλαυση”.
Αργύρης Χιόνης



Ο Αργύρης Χιόνης, γεννημένος το 1943,(έφυγε σήμερα 26/12/2011 ) μετράει ήδη σαράντα τέσσερα χρόνια από την πρώτη του ποιητική συλλογή, Απόπειρες φωτός. Ποιητική φωνή χαρακτηριστική, με κύριο γνώρισμά της τον λυρικό στοχασμό, δοκιμάστηκε τα τελευταία χρόνια, με ιδιαίτερη επιτυχία, και στον πεζό λόγο. Κυκλοφόρησε πρόσφατα, από τις Εκδόσεις «Γαβριηλίδης», η δωδέκατη ποιητική συλλογή του με τον τίτλο Ό,τι περιγράφω με περιγράφει. Με αυτή την αφορμή, συναντηθήκαμε και συνομιλήσαμε μαζί του, σε μια από τις σύντομες επισκέψεις του στην Αθήνα – ζει μόνιμα, εδώ και χρόνια, στο ορεινό χωριό Θροφαρί της Κορινθίας. Άνθρωπος ζεστός, έμφυτα ευγενής, σμιλεμένος από τον τόπο και τον καιρό, ένας αναχωρητής πάντοτε συντονισμένος με τον κόσμο.
«Ό,τι περιγράφω με περιγράφει». Πείτε μας δυο λόγια για τον τίτλο του πρόσφατου βιβλίου σας.
Στα ποιητικά βιβλία μου έδινα, πάντα, τίτλους που εμπνέονταν είτε από το πιο σημαδιακό, κατά την άποψή μου, ποίημα είτε από την πιο χαρακτηριστική ενότητα ποιημάτων της εκάστοτε συλλογής. Αυτή τη φορά, ωστόσο, αποφάσισα να διαλέξω έναν τίτλο που να καλύπτει όχι μόνο το παρόν βιβλίο, αλλά και όλο το προηγούμενο, καθώς και όλο το επόμενο, ελπίζω, έργο μου. Στα 67 μου χρόνια, έχω πλέον συνειδητοποιήσει πως, από τα πρώτα ποιήματά μου μέχρι σήμερα, δεν έχω κάνει τίποτε άλλο από το να αυτοβιογραφούμαι. Ό,τι, λοιπόν, αφηγούμαι με αφηγείται και ό,τι οριοθετώ με οριοθετεί. Αυτές είναι δύο από τις έννοιες του ρήματος «περιγράφω».

Το βιβλίο συνοδεύεται από CD με απαγγελία, καθώς και μελοποίηση ποιημάτων. Η ποίηση: ανάμεσα στον λόγο και την εκφορά του, στην όραση και την ακοή;
Πάντα πίστευα ότι η ποίηση (εκτός από αυτή που αποκαλούμε «ποίηση γραφείου», δηλαδή κατασκευή) πρέπει να διαβάζεται φωναχτά. Τους αγαπημένους μου ποιητές έτσι τους διαβάζω, μόνος μου, στο σπίτι,  έτσι διαβάζω και τα ποιήματά μου την ώρα που τα γράφω, στίχο τον στίχο, για να ελέγχω τη μουσική τους. Ήταν, λοιπόν, ευχής έργο που ο φίλος μου ο Σάμης [Γαβριηλίδης] δέχτηκε να συνοδεύσουμε αυτό το βιβλίο με απαγγελίες του μεγαλύτερου μέρους του. Ευχής έργο ήταν επίσης να αναλάβουν τη μελοποίηση δύο ποιημάτων οι αγαπημένοι φίλοι μου Νίκος Ζούδιαρης και Φοίβος Βλάχος, και να τραγουδηθεί, το πρώτο, από τον Χρήστο Θηβαίο με τη θαμπή ασημοκαπνισμένη φωνή του.

«Πέρασε τη ζωή του,/ γράφοντας ποιήματα/ με τη γομολάστιχα». Στη δωδέκατη, πλέον, συλλογή σας, με το διαυγές απόσταγμα του αναστοχασμού. Πώς βλέπετε εκ των υστέρων την πορεία της γενιάς σας; Πώς βιώνετε πλέον την ποιητική εμπειρία;
Η γομολάστιχα ευθύνεται όσο και το μολύβι για ό,τι έχω γράψει μέχρι στιγμής. Πάσχιζα και πασχίζω ακόμη να είμαι όσο μπορώ πιο λιτός, πιο περιεκτικός∙ επομένως, το μολύβι έγραφε και η γομολάστιχα έσβηνε, επί 55 χρόνια. Όσο για την πορεία της γενιάς μου, δεν ξέρω τι να σας πω, γιατί δεν πιστεύω στις ποιητικές γενιές ή γιατί πιστεύω ότι οι γενιές είναι μια επινόηση επιτηδείων, όπως αυτές που γίνονται για την προώθηση ενός νέου απορρυπαντικού ή μιας πιο σύγχρονης ηλεκτρικής συσκευής. Η ποίηση είναι μία, διαρκής και αδιαίρετη, και όποιος την υπηρετεί σωστά δεν χρειάζεται την κάλυψη των «γενεών».

Στο ενεργητικό σας έχετε και σημαντικές μεταφράσεις. Τι σημαίνει για σας η μεταφραστική διαδικασία, ιδίως σε ό,τι άφορα την ποίηση;
Δεν ξέρω αν είναι σημαντικές οι μεταφράσεις μου. Το μόνο που ξέρω είναι ότι, όταν δεν τις έκανα για βιοπορισμό (έχει συμβεί και αυτό), επέλεγα ποιητές που τους θεωρούσα συγγενείς μου, κάτι σαν αδελφούς μου, και, ως εκ τούτου, προσπαθούσα πάντα να μην τους προδώσω. Η μεταφραστική διαδικασία, πάντως, είναι μια μοναδική εμπειρία. Είναι ένα είδος ερωτικής σχέσης με το πρωτότυπο τόσο βαθιάς και ουσιαστικής, που δεν θα σου περνούσε ποτέ απ’ το μυαλό να δώσεις, στο αντικείμενο του έρωτά σου, υποσχέσεις που δεν θα μπορούσες να κρατήσεις.

Μιλούμε συχνά για έναν «αντιποιητικό κόσμο». Πώς βλέπετε την ποίηση σήμερα; Αισιοδοξείτε για το μέλλον της; Τι ρόλο θα θέλατε να παίζει στην εποχή μας;
Δεν υπάρχει «αντιποιητικός κόσμος», επειδή, απλούστατα, δεν υπάρχει ούτε «ποιητικός κόσμος». Η ποίηση είναι μια πολύ μοναχική ενασχόληση. Ένας άνθρωπος, κλεισμένος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, γράφει στίχους, επιδιώκοντας, μέσω της τέχνης, παραμυθία για το παράλογο της ύπαρξης και για τον τρόμο του θανάτου. Κάποιοι άλλοι, που έχουν την ίδια ανάγκη για παραμυθία, αλλά δεν διαθέτουν το χάρισμα της έκφρασης, προσφεύγουν στους στίχους αυτούς και, στην ιδανική περίπτωση, ταυτίζονται με τον ποιητή και γίνονται, έτσι, συνδημιουργοί. Δεν είναι πολλοί αυτοί, ποτέ δεν ήσαν, αλλά είναι εκλεκτοί, γι’ αυτό και αισιοδοξώ για το μέλλον της ποίησης.
Ο ρόλος που θα ’θελα να παίζει η ποίηση, είναι ο ρόλος που πάντα έπαιζε∙ αυτός του θεματοφύλακα της γλώσσας. Και είμαι σίγουρος ότι θα συνεχίσει να τον παίζει, αν πάψουμε να τη στραμπουλίζουμε, στο όνομα κάποιων θνησιγενών –ισμών.

Βρυξέλλες – Θροφαρί Κορινθίας: μια πορεία από τις μεγαλουπόλεις της Δύσης προς έναν συνειδητό, όχι όμως απόκοσμο, αναχωρητισμό. Τι αναζητήσατε, τι βρήκατε, τι ψάχνετε ακόμα;
Για την ακρίβεια, Αθήνα, Παρίσι, Άμστερνταμ, Βρυξέλλες, Θροφαρί. Στο μεσοστράτι επάνω της ζωής μου, δηλαδή στα 49 μου χρόνια, αποφάσισα να εγκαταλείψω το σκοτεινό ρουμάνι των μεγαλουπόλεων και να εγκατασταθώ σ’ αυτό το μικρό, φωτεινό χωριό που ο Άγγελος Σικελιανός και ο Αστέρης Κοβατζής έχουν αποκαλέσει «μπαλκονάκι της Κορινθίας». Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι αναχωρητής. Απλώς, παρακολουθώ, εξ αποστάσεως, τα τεκταινόμενα στις μεγαλουπόλεις και μετέχω, εκ του σύνεγγυς, στα εδώ τεκταινόμενα, δηλαδή στην καλλιέργεια της γης, στη συγκομιδή των καρπών, στην εκλογή παρέδρου και δημάρχου, στη διαδοχή των εποχών και στη, δυστυχώς, αμετάκλητη, αλλά, ευτυχώς, ειρηνική ροή του χρόνου.
Αυτό που ψάχνω ακόμη, αλλά σίγουρα δεν θα το βρω, είναι ο τέλειος στίχος.
Αυτή η αναζήτηση δεν είναι και η μόνη ουσία της ποίησης; Σας ευχαριστώ πολύ.
[δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 513, σελ. 32-34]

Είμαι ενας βράχος είμαι ένα νησί .....

                 

A winter's day
In a deep and dark December;
I am alone,
Gazing from my window to the streets below
On a freshly fallen silent shroud of snow.
I am a rock,
I am an island.

I've built walls,
A fortress deep and mighty,
That none may penetrate.
I have no need of friendship; friendship causes pain.
It's laughter and it's loving I disdain.
I am a rock,
I am an island.

Don't talk of love,
But I've heard the words before;
It's sleeping in my memory.
I won't disturb the slumber of feelings that have died.
If  I never loved I never would have cried.
I am a rock,
I am an island.

I have my books
And my poetry to protect me;
I am shielded in my armor,
Hiding in my room, safe within my womb.
I touch no one and no one touches me.
I am a rock,
I am an island.

And a rock feels no pain;
And an island never cries.