Ξεκρέμασε τη ζακέτα της δίχως να κλάψει κι΄εφυγε -
σα να ξεκρέμασε το φεγγάρι απ΄το καλοκαιριάτικο ουρανό.
Αυτός δεν πίστευε. Περίμενε τη ίδια νύχτα,
την άλλη μέρα και την άλλη. Περίμενε.
Σαν κλείσαν δυό βδομάδες, με το γύρισμα του φεγγαριού
το ΄ξερε πως δε θα ΄ρθει. Μονάχα ο καθρέφτης
έμεινε να θυμάται σαν παράθυρο ανοιχτό
σ΄έναν ουρανό χωρίς φεγγάρι.
Γιατί είχε πάρει μαζί της τη ζακέτα της.
Γ.Ρίτσος